Δόξα στα ουγγρικά
Μετάφραση: δόξα, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tündöklés, dicsőség, dicsőségét, dicsősége, dicsőséget, dicsőségére
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δόξα
δόξα τω θεώ, δόξα νέας μανωλάδας, δόξα βύρωνα, δόξα σοι ο θεός, δόξα κρανούλας, δόξα λεξικό γλώσσας ουγγρικά, δόξα στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- δόλωμα στα ουγγρικά - csali, csalit, csalétek, csaliként, csalira
- δόνηση στα ουγγρικά - vibráció, rezgés, vibrálás, rázkódtatás, vibrációs, rezgési, rezgést
- δόρυ στα ουγγρικά - lándzsás, csemete, dárdás, szivattyúkar, husáng, lándzsa, lándzsát, ...
- δότης στα ουγγρικά - donor, adományozó, adományozók, donorok, a donor
Τυχαίες λέξεις
Δόξα στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: tündöklés, dicsőség, dicsőségét, dicsősége, dicsőséget, dicsőségére
Μεταφράσεις: tündöklés, dicsőség, dicsőségét, dicsősége, dicsőséget, dicsőségére