Εισροή στα βουλγαρικά
Μετάφραση: εισροή, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
приток, вливане, прилив, наплив, притока
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εισροή
εισροή συνώνυμο, εισροή ορισμός, εισροή λεξικό, εισροή νερού στα φράγματα, εισροή λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εισροή στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- εισπνέω στα βουλγαρικά - вдишвам, вдишвайте, вдишват, се вдишват, вдишайте
- εισπνοή στα βουλγαρικά - вдухания, инхалация, вдишване, инхалиране, при вдишване, инхалационна
- εισχωρώ στα βουλγαρικά - проникне, проникнат, проникват, прониква, да проникне
- εισόδημα στα βουλγαρικά - доход, доходите, доходи, приходи, дохода
Τυχαίες λέξεις
Εισροή στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: приток, вливане, прилив, наплив, притока
Μεταφράσεις: приток, вливане, прилив, наплив, притока