Εισροή στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: εισροή, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
прилив, приливот, прилив на, приливот на, приливи
Εισροή στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εισροή

εισροή συνώνυμο, εισροή ορισμός, εισροή λεξικό, εισροή νερού στα φράγματα, εισροή λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, εισροή στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • εισπνέω στα σλαβομακεδονικά - дишам, вдишуваат, вдишуваме, вдишувајте, вдишува
  • εισπνοή στα σλαβομακεδονικά - вдишување, инхалација, вдишувањето, инхалацијата, инхалирање
  • εισχωρώ στα σλαβομακεδονικά - проникне, продираат, навлезат, да навлезат, навлегуваат
  • εισόδημα στα σλαβομακεδονικά - приходи, приход, приходите, приходот, данок на
Τυχαίες λέξεις
Εισροή στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: прилив, приливот, прилив на, приливот на, приливи