Εισροή στα πορτογαλικά
Μετάφραση: εισροή, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
influxo, afluxo, afluência, entrada, fluxo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εισροή
εισροή συνώνυμο, εισροή ορισμός, εισροή λεξικό, εισροή νερού στα φράγματα, εισροή λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εισροή στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- εισπνέω στα πορτογαλικά - inalar, inspirar, habitante, aspirar, inala, inspire, inale
- εισπνοή στα πορτογαλικά - inalação, a inalação, de inalação, inala�o, por inalação
- εισχωρώ στα πορτογαλικά - infestar, infiltrar, penetrar, penetram, penetração, penetre, penetra
- εισόδημα στα πορτογαλικά - inclusiva, juro, renda, provento, receita, rendimentos, rendimento, ...
Τυχαίες λέξεις
Εισροή στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: influxo, afluxo, afluência, entrada, fluxo
Μεταφράσεις: influxo, afluxo, afluência, entrada, fluxo