Εισροή στα λευκορωσικά

Μετάφραση: εισροή, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прыток
Εισροή στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εισροή

εισροή συνώνυμο, εισροή ορισμός, εισροή λεξικό, εισροή νερού στα φράγματα, εισροή λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, εισροή στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • εισπνέω στα λευκορωσικά - ўдыхаць, удыхаць, дыхаць, ўдыхаюць
  • εισπνοή στα λευκορωσικά - інгаляцыя
  • εισχωρώ στα λευκορωσικά - пранікаць
  • εισόδημα στα λευκορωσικά - даход, прыбытак
Τυχαίες λέξεις
Εισροή στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: прыток