Εισροή στα γερμανικά
Μετάφραση: εισροή, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zufuhr, einfuhr, Zufluss, Zustrom, Zulauf
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εισροή
εισροή συνώνυμο, εισροή ορισμός, εισροή λεξικό, εισροή νερού στα φράγματα, εισροή λεξικό γλώσσας γερμανικά, εισροή στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- εισπνέω στα γερμανικά - einatmen, inhalieren, atmen, einzuatmen, atmen Sie
- εισπνοή στα γερμανικά - inhalation, Inhalation, Einatmung, Einatmen, Inhalations, beim Einatmen
- εισχωρώ στα γερμανικά - durchdringen, eindringen, dringen, penetrieren, vordringen
- εισόδημα στα γερμανικά - einkommen, einkommensquelle, einnahme, einkünfte, Einkommen, Gewinn, Einnahmen, ...
Τυχαίες λέξεις
Εισροή στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: zufuhr, einfuhr, Zufluss, Zustrom, Zulauf
Μεταφράσεις: zufuhr, einfuhr, Zufluss, Zustrom, Zulauf