Εισροή στα ιταλικά

Μετάφραση: εισροή, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
afflusso, flusso, afflusso di, afflussi, affluenza
Εισροή στα ιταλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εισροή

εισροή συνώνυμο, εισροή ορισμός, εισροή λεξικό, εισροή νερού στα φράγματα, εισροή λεξικό γλώσσας ιταλικά, εισροή στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • εισπνέω στα ιταλικά - inalare, aspirare, inspirare, respirare, inspirate, inalare i
  • εισπνοή στα ιταλικά - inalazione, l'inalazione, per inalazione, inalatoria, inspirazione
  • εισχωρώ στα ιταλικά - penetrare, penetrazione, penetrare in, di penetrare, penetrano
  • εισόδημα στα ιταλικά - entrata, rendita, reddito, redditi, proventi, entrate, di reddito
Τυχαίες λέξεις
Εισροή στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: afflusso, flusso, afflusso di, afflussi, affluenza