Εμπνέω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: εμπνέω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кисна, преливане на, се влеят, инфузира, се инфузира
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμπνέω
εμπνέω εμπνέεισ, εμμένω λεξικό, εμπνέω λεξικό, εμμένω κλίση, εμπνέω αγγλικά, εμπνέω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εμπνέω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- εμπλέκω στα βουλγαρικά - уплитам, захваща, улавянето, зацепвам, улавянето на
- εμπλουτίζω στα βουλγαρικά - обогатявам, обогати, обогатят, обогатяват, обогатяване на
- εμποδίζω στα βουλγαρικά - полоса, сензационна новина, каскадьор, Stunt, трик, каскада
- εμποδισμός στα βουλγαρικά - блокиране, пречене, блокиране на, пречене на, блокира
Τυχαίες λέξεις
Εμπνέω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: кисна, преливане на, се влеят, инфузира, се инфузира
Μεταφράσεις: кисна, преливане на, се влеят, инфузира, се инфузира