Εμπνέω στα ρουμανικά
Μετάφραση: εμπνέω, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
infuza, infuzeze, insufla, infuzat, se infuzeze
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμπνέω
εμπνέω εμπνέεισ, εμμένω λεξικό, εμπνέω λεξικό, εμμένω κλίση, εμπνέω αγγλικά, εμπνέω λεξικό γλώσσας ρουμανικά, εμπνέω στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- εμπλέκω στα ρουμανικά - prinde într-o plasă, rămân blocați
- εμπλουτίζω στα ρουμανικά - îmbogăți, îmbogățească, îmbogățirea, imbogati, îmbogățesc
- εμποδίζω στα ρουμανικά - gratie, bar, bloca, tur de forță, cascadorie, Stunt, cascador, ...
- εμποδισμός στα ρουμανικά - blocare, blocarea, de blocare, împiedicat, blochează
Τυχαίες λέξεις
Εμπνέω στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: infuza, infuzeze, insufla, infuzat, se infuzeze
Μεταφράσεις: infuza, infuzeze, insufla, infuzat, se infuzeze