Εμπνέω στα ισλανδικά
Μετάφραση: εμπνέω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
unnblása, fylla, gæða, inndælingar, inndælingar á, að fylla
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμπνέω
εμπνέω εμπνέεισ, εμμένω λεξικό, εμπνέω λεξικό, εμμένω κλίση, εμπνέω αγγλικά, εμπνέω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εμπνέω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- εμπλέκω στα ισλανδικά - enmesh
- εμπλουτίζω στα ισλανδικά - auðga, að auðga, auðgað, fallin, þess fallin
- εμποδίζω στα ισλανδικά - bar, forða, hindra, þófta, Stunt, glæfrabragð
- εμποδισμός στα ισλανδικά - sljór, blokka, að hindra, hamla, að hamla
Τυχαίες λέξεις
Εμπνέω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: unnblása, fylla, gæða, inndælingar, inndælingar á, að fylla
Μεταφράσεις: unnblása, fylla, gæða, inndælingar, inndælingar á, að fylla