Εμπνέω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: εμπνέω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
настойваць
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμπνέω
εμπνέω εμπνέεισ, εμμένω λεξικό, εμπνέω λεξικό, εμμένω κλίση, εμπνέω αγγλικά, εμπνέω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, εμπνέω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- εμπλέκω στα λευκορωσικά - пытацца, аблытваць
- εμπλουτίζω στα λευκορωσικά - абагачаць, узбагачаць, ўзбагачаць, узбагачае, ўзбагаціць
- εμποδίζω στα λευκορωσικά - трук
- εμποδισμός στα λευκορωσικά - блакавання, блакіроўкі, блакаванні
Τυχαίες λέξεις
Εμπνέω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: настойваць
Μεταφράσεις: настойваць