Εμπνέω στα ουκρανικά

Μετάφραση: εμπνέω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
респіратор, натхненник, інжектор, наполягати, настоювати, наполягатиме, наполягатимуть, наполягатимемо
Εμπνέω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμπνέω

εμπνέω εμπνέεισ, εμμένω λεξικό, εμπνέω λεξικό, εμμένω κλίση, εμπνέω αγγλικά, εμπνέω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εμπνέω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • εμπλέκω στα ουκρανικά - реманент, згортання, інвентар, обплутувати, обвивати
  • εμπλουτίζω στα ουκρανικά - удобрювати, збагатіть, прикрашувати, збагачувати, збагачуватиме
  • εμποδίζω στα ουκρανικά - поперечний, буфет, косий, попереджуючий, перепиняти, заважати, судження, ...
  • εμποδισμός στα ουκρανικά - запобігання, блокування, заблокувати
Τυχαίες λέξεις
Εμπνέω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: респіратор, натхненник, інжектор, наполягати, настоювати, наполягатиме, наполягатимуть, наполягатимемо