Ενοποιώ στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ενοποιώ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
унифицира, уеднакви, обедини, унифициране, унифицират
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενοποιώ
ενοποιώ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ενοποιώ στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ενοικιάζω στα βουλγαρικά - наем, под наем, рента, аренда
- ενοποίηση στα βουλγαρικά - консолидация, консолидиране, консолидацията, консолидирането, укрепване
- ενορία στα βουλγαρικά - енория, енорийски, енорията, енорийска, енорийския
- ενοχή στα βουλγαρικά - виновност, вина, вината, чувство за вина, за вина
Τυχαίες λέξεις
Ενοποιώ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: унифицира, уеднакви, обедини, унифициране, унифицират
Μεταφράσεις: унифицира, уеднакви, обедини, унифициране, унифицират