Ενοποιώ στα λιθουανικά

Μετάφραση: ενοποιώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
suvienodinti, suvienyti, suvienodinimo, unifikuoti, suvienodintos
Ενοποιώ στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενοποιώ

ενοποιώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ενοποιώ στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • ενοικιάζω στα λιθουανικά - nuoma, nuomos, nuomos mokestis, nuomą
  • ενοποίηση στα λιθουανικά - konsolidacija, įtvirtinimas, konsolidavimas, konsolidavimo, konsolidacijos
  • ενορία στα λιθουανικά - parapija, parapijos, seniūnija, parapinė, parapijoje
  • ενοχή στα λιθουανικά - kaltė, kaltės, kaltę, kaltumas, kaltumo
Τυχαίες λέξεις
Ενοποιώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: suvienodinti, suvienyti, suvienodinimo, unifikuoti, suvienodintos