Ενοποιώ στα τούρκικα

Μετάφραση: ενοποιώ, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
birleştirmek, birleşmek, birleştirmeye, birleştirme, birleştirmeyi, birleştirilmesi
Ενοποιώ στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενοποιώ

ενοποιώ λεξικό γλώσσας τούρκικα, ενοποιώ στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • ενοικιάζω στα τούρκικα - kira, Kiralık, Satılık, KİRALIK, kiralamak
  • ενοποίηση στα τούρκικα - sağlamlaştırma, konsolidasyon, konsolidasyonu, birleştirme, toplulaştırma
  • ενορία στα τούρκικα - cemaat, kilise, Parish, bucak, mahalle
  • ενοχή στα τούρκικα - suçluluk, suç, suçluluk duygusu, suçu, guilt
Τυχαίες λέξεις
Ενοποιώ στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: birleştirmek, birleşmek, birleştirmeye, birleştirme, birleştirmeyi, birleştirilmesi