Ενοποιώ στα λευκορωσικά
Μετάφραση: ενοποιώ, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
уніфікаваць, ўніфікаваць
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενοποιώ
ενοποιώ λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ενοποιώ στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- ενοικιάζω στα λευκορωσικά - арэнда, Аренда
- ενοποίηση στα λευκορωσικά - кансалідацыя
- ενορία στα λευκορωσικά - прыход, парафія, парафію
- ενοχή στα λευκορωσικά - віна, віны
Τυχαίες λέξεις
Ενοποιώ στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: уніфікаваць, ўніфікаваць
Μεταφράσεις: уніфікаваць, ўніфікаваць