Ενοποιώ στα δανικά

Μετάφραση: ενοποιώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
samle, forene, harmonisere, ensrette, at forene
Ενοποιώ στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενοποιώ

ενοποιώ λεξικό γλώσσας δανικά, ενοποιώ στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ενοικιάζω στα δανικά - leje, husleje, lejen, udlejning, udlejes
  • ενοποίηση στα δανικά - konsolidering, konsolideringen, konsolidering af, konsolidere, en konsolidering
  • ενορία στα δανικά - sogn, Parish, sognet, sognets
  • ενοχή στα δανικά - skyld, skyldfølelse, skylden, skyldig
Τυχαίες λέξεις
Ενοποιώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: samle, forene, harmonisere, ensrette, at forene