Εξογκώνω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: εξογκώνω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
издигане, подувам се, подувам, подуване, подпухвам, подувания
Εξογκώνω στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξογκώνω

εξογκώνω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εξογκώνω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • εξιλεώνομαι στα βουλγαρικά - компенсирам, изглаждам, уреждам, изкупвам, направи умилостивение
  • εξισώνω στα βουλγαρικά - уравнявам, равнява, се равнява, се равнява на, равняват
  • εξοικειωμένος στα βουλγαρικά - запознат, запознати, познато, познат, позната
  • εξοικειώνομαι στα βουλγαρικά - съм запознат, Познавам
Τυχαίες λέξεις
Εξογκώνω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: издигане, подувам се, подувам, подуване, подпухвам, подувания