Εξογκώνω στα τούρκικα

Μετάφραση: εξογκώνω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
abartmak, kabartmak, bloat, şişkinlik, şişirmek
Εξογκώνω στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξογκώνω

εξογκώνω λεξικό γλώσσας τούρκικα, εξογκώνω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • εξιλεώνομαι στα τούρκικα - telâfi etmek, kefaret, atone, telafi, telâfi
  • εξισώνω στα τούρκικα - eşitlemek, eşit, denk, kefeye, kıyaslamak
  • εξοικειωμένος στα τούρκικα - teklifsiz, yoldaş, tanıdık, aşina, bilinen, tanıdık bir, bilgi sahibi
  • εξοικειώνομαι στα τούρκικα - alışkın, tanıdık, alışıktım, bildiğim, aşinayım, tanıyorum
Τυχαίες λέξεις
Εξογκώνω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: abartmak, kabartmak, bloat, şişkinlik, şişirmek