Εξογκώνω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: εξογκώνω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
нередот, од нередот, нередот на
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξογκώνω
εξογκώνω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, εξογκώνω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- εξιλεώνομαι στα σλαβομακεδονικά - искупи, atone, да atone
- εξισώνω στα σλαβομακεδονικά - изедначуваат, изедначува, се изедначуваат, изедначат, се изедначува
- εξοικειωμένος στα σλαβομακεδονικά - запознаени, познат, познати, запознаен, познато
- εξοικειώνομαι στα σλαβομακεδονικά - сум запознаен, познавам, ги познавам
Τυχαίες λέξεις
Εξογκώνω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: нередот, од нередот, нередот на
Μεταφράσεις: нередот, од нередот, нередот на