Εξογκώνω στα σλοβενικά
Μετάφραση: εξογκώνω, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bloat, napenjanja ali napihovanja
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξογκώνω
εξογκώνω λεξικό γλώσσας σλοβενικά, εξογκώνω στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- εξιλεώνομαι στα σλοβενικά - odkupil, spokoriti, pokoro, Iskupiti, spokorili
- εξισώνω στα σλοβενικά - enačijo, enači, enačiti, izenačiti, izenačijo
- εξοικειωμένος στα σλοβενικά - pozna, seznanjeni, poznajo, poznati, seznanjen
- εξοικειώνομαι στα σλοβενικά - sem seznanjen, poznam
Τυχαίες λέξεις
Εξογκώνω στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: bloat, napenjanja ali napihovanja
Μεταφράσεις: bloat, napenjanja ali napihovanja