Εξογκώνω στα λιθουανικά

Μετάφραση: εξογκώνω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pasipūsti, išsipūtimas, išsipūsti, išpampti, brinkti
Εξογκώνω στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξογκώνω

εξογκώνω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εξογκώνω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • εξιλεώνομαι στα λιθουανικά - atsimokėti, išpirkti, Atlyginti, atpirkti, gauti atleidimą
  • εξισώνω στα λιθουανικά - prilyginti, prilygti, tapatina, sulyginti, prilygina
  • εξοικειωμένος στα λιθουανικά - susipažinęs, pažįstamas, susipažinę, susipažinti, žino
  • εξοικειώνομαι στα λιθουανικά - esu, am
Τυχαίες λέξεις
Εξογκώνω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: pasipūsti, išsipūtimas, išsipūsti, išpampti, brinkti