Εξογκώνω στα δανικά
Μετάφραση: εξογκώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
svulme, bloat, oppustet, unødigt stor, trommesyge
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξογκώνω
εξογκώνω λεξικό γλώσσας δανικά, εξογκώνω στα δανικά
Μεταφράσεις
- εξιλεώνομαι στα δανικά - sone, bøde, at sone, forsone, afsone
- εξισώνω στα δανικά - sidestille, ligestille, ensbetydende, lighedstegn mellem, sidestiller
- εξοικειωμένος στα δανικά - fortrolig, velkendt, kender, bekendt, velkendte
- εξοικειώνομαι στα δανικά - er bekendt
Τυχαίες λέξεις
Εξογκώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: svulme, bloat, oppustet, unødigt stor, trommesyge
Μεταφράσεις: svulme, bloat, oppustet, unødigt stor, trommesyge