Εξογκώνω στα ισλανδικά
Μετάφραση: εξογκώνω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
uppblásinn
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξογκώνω
εξογκώνω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εξογκώνω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- εξιλεώνομαι στα ισλανδικά - friðþægja, að friðþægja, sætta, mundi koma og friðþægja
- εξισώνω στα ισλανδικά - jafngilda, jöfnu, jafna, jafnaðarmerki, að jöfnu
- εξοικειωμένος στα ισλανδικά - þekki, þekkja, kunnugt, kunnuglegt, kunnugur
- εξοικειώνομαι στα ισλανδικά - þekki
Τυχαίες λέξεις
Εξογκώνω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: uppblásinn
Μεταφράσεις: uppblásinn