Επιδοτώ στα βουλγαρικά

Μετάφραση: επιδοτώ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
субсидира, субсидират, субсидиране, субсидиране на, се субсидира
Επιδοτώ στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιδοτώ

επιζητώ λεξικο, επιδοτώ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, επιδοτώ στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • επιδοκιμάζω στα βουλγαρικά - одобрявам, одобрява, одобри, да одобри, одобряват
  • επιδοκιμασία στα βουλγαρικά - одобрение, аплодисменти, Ръкопляскания, овации, аплодисментите, овациите
  • επιδρομή στα βουλγαρικά - набег, нахлуване, RAID, пробив, нападение
  • επιδόρπιο στα βουλγαρικά - десерт, десерта, десертни, десерти
Τυχαίες λέξεις
Επιδοτώ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: субсидира, субсидират, субсидиране, субсидиране на, се субсидира