Επιδοτώ στα ουκρανικά

Μετάφραση: επιδοτώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
субсидувати, субсидіювати, субсидуватиме
Επιδοτώ στα ουκρανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιδοτώ

επιζητώ λεξικο, επιδοτώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, επιδοτώ στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • επιδοκιμάζω στα ουκρανικά - схвалювати, проголошувати, утверджувати, підтвердити, вітати, санкціонувати, проголосити, ...
  • επιδοκιμασία στα ουκρανικά - потвердження, санкція, згоду, згода, апробація, злагода, схвалення, ...
  • επιδρομή στα ουκρανικά - цькувати, атакувати, атака, нападати, труїти, ура, рейд
  • επιδόρπιο στα ουκρανικά - десерт
Τυχαίες λέξεις
Επιδοτώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: субсидувати, субсидіювати, субсидуватиме