Επιδοτώ στα νορβηγικά

Μετάφραση: επιδοτώ, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
subsidiere, subsidierer, å subsidiere, subsidiering, subsidiering av
Επιδοτώ στα νορβηγικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιδοτώ

επιζητώ λεξικο, επιδοτώ λεξικό γλώσσας νορβηγικά, επιδοτώ στα νορβηγικά

Μεταφράσεις

  • επιδοκιμάζω στα νορβηγικά - godkjenne, påtegne, godkjenner, å godkjenne, godta, godkjent
  • επιδοκιμασία στα νορβηγικά - bifall, applaus, applausen, applauderer
  • επιδρομή στα νορβηγικά - razzia, angripe, angrep, raid, raidet, bevegelser, bevegelser som
  • επιδόρπιο στα νορβηγικά - dessert, dessert Restaurantdetaljer, dessert Restaurant
Τυχαίες λέξεις
Επιδοτώ στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: subsidiere, subsidierer, å subsidiere, subsidiering, subsidiering av