Επιδοτώ στα σουηδικά

Μετάφραση: επιδοτώ, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
subventionera, subventionerar, att subventionera, subventioner
Επιδοτώ στα σουηδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιδοτώ

επιζητώ λεξικο, επιδοτώ λεξικό γλώσσας σουηδικά, επιδοτώ στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • επιδοκιμάζω στα σουηδικά - godkänna, godkänner, godkännande, att godkänna, godkännas
  • επιδοκιμασία στα σουηδικά - applåder, applåd, applåderna, bifall
  • επιδρομή στα σουηδικά - anfalla, angrepp, anfall, angripa, överfalla, raid, räd, ...
  • επιδόρπιο στα σουηδικά - dessert, efterrätt, Dessert, rätt, Dessert Restauranginformation, efterrätten
Τυχαίες λέξεις
Επιδοτώ στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: subventionera, subventionerar, att subventionera, subventioner