Επιδοτώ στα δανικά
Μετάφραση: επιδοτώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
subsidiere, tilskud, tilskud til, yde støtte, yde tilskud
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιδοτώ
επιζητώ λεξικο, επιδοτώ λεξικό γλώσσας δανικά, επιδοτώ στα δανικά
Μεταφράσεις
- επιδοκιμάζω στα δανικά - bifald, godkende, godkender, at godkende, godkendelse, godkendes
- επιδοκιμασία στα δανικά - bifald, klapsalver, bifaldet, applaus
- επιδρομή στα δανικά - angreb, angribe, raid, razzia, angrebet
- επιδόρπιο στα δανικά - dessert, Dessert Restaurantoplysninger, desserten
Τυχαίες λέξεις
Επιδοτώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: subsidiere, tilskud, tilskud til, yde støtte, yde tilskud
Μεταφράσεις: subsidiere, tilskud, tilskud til, yde støtte, yde tilskud