Επιτηρητής στα βουλγαρικά
Μετάφραση: επιτηρητής, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ръководител, контрольор, началник, надзорник, на надзорник
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιτηρητής
επιτηρητής τάσης πριζας, επιτηρητής έντασης, επιτηρητής τάσης hager, επιτηρητής τάσης τριφασικός, επιτηρητής τάσης abb, επιτηρητής λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, επιτηρητής στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- επιτηδευμένος στα βουλγαρικά - безвкусен, крещящ, проститутски, евтин, сериозната
- επιτηδεύομαι στα βουλγαρικά - epitidefomai
- επιτηρώ στα βουλγαρικά - надзирава, инспектира, инспектират, проверява, запознаят, се запознаят
- επιτιθέμενος στα βουλγαρικά - нападащия, хакер, нападател, атакуващият, нападателя, нападателят
Τυχαίες λέξεις
Επιτηρητής στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: ръководител, контрольор, началник, надзорник, на надзорник
Μεταφράσεις: ръководител, контрольор, началник, надзорник, на надзорник