Επιτηρητής στα λιθουανικά
Μετάφραση: επιτηρητής, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vadovas, priežiūros, priežiūros institucija, prižiūrėtojas, s priežiūros
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιτηρητής
επιτηρητής τάσης πριζας, επιτηρητής έντασης, επιτηρητής τάσης hager, επιτηρητής τάσης τριφασικός, επιτηρητής τάσης abb, επιτηρητής λεξικό γλώσσας λιθουανικά, επιτηρητής στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- επιτηδευμένος στα λιθουανικά - Wszeteczny, Ārišķīgs, Dirbtinis, Bezwstydny, Udawany
- επιτηδεύομαι στα λιθουανικά - epitidefomai
- επιτηρώ στα λιθουανικά - tikrinti, apžiūrėti, patikrinti, tikrina, patikrinkite
- επιτιθέμενος στα λιθουανικά - agresorius, užpuolikas, puolėjas, įsilaužėlis, įsilaužėliui, atakującej
Τυχαίες λέξεις
Επιτηρητής στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: vadovas, priežiūros, priežiūros institucija, prižiūrėtojas, s priežiūros
Μεταφράσεις: vadovas, priežiūros, priežiūros institucija, prižiūrėtojas, s priežiūros