Επιτηρητής στα ουκρανικά

Μετάφραση: επιτηρητής, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
наглядач, контролер, доглядач, інспектор, керівник
Επιτηρητής στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιτηρητής

επιτηρητής τάσης πριζας, επιτηρητής έντασης, επιτηρητής τάσης hager, επιτηρητής τάσης τριφασικός, επιτηρητής τάσης abb, επιτηρητής λεξικό γλώσσας ουκρανικά, επιτηρητής στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • επιτηδευμένος στα ουκρανικά - торкнутий, удаваний, показною, зачеплений, показної, показний, показній
  • επιτηδεύομαι στα ουκρανικά - симулювати, підроблятися, прикиньтеся, вдавати, epitidefomai
  • επιτηρώ στα ουκρανικά - наглядати, підглядати, підгляньте, перевіряти, перевірятимуть, перевірятиме, перевірити
  • επιτιθέμενος στα ουκρανικά - атакуючий, атакувальний, атакує, що атакує
Τυχαίες λέξεις
Επιτηρητής στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: наглядач, контролер, доглядач, інспектор, керівник