Εφάπτομαι στα βουλγαρικά
Μετάφραση: εφάπτομαι, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
допирам, целувам се, сроден съм
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εφάπτομαι
άπτομαι αγγλικα, εφάπτομαι english, εφάπτομαι λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εφάπτομαι στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- εφάμιλλος στα βουλγαρικά - равна на, равно на, равна, равен на, равни на
- εφάπαξ στα βουλγαρικά - обща сума, еднократна сума, еднократно платима сума, фиксирана сума
- εφαρμογή στα βουλγαρικά - изпълнение, заявление, приложение, прилагане, молба, заявка
- εφαρμοστός στα βουλγαρικά - кожата, за кожата, на кожата, кожната, с кожата
Τυχαίες λέξεις
Εφάπτομαι στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: допирам, целувам се, сроден съм
Μεταφράσεις: допирам, целувам се, сроден съм