Εφάπτομαι στα πορτογαλικά
Μετάφραση: εφάπτομαι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
oscular, beijar, osculate, ter caracteres comuns
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εφάπτομαι
άπτομαι αγγλικα, εφάπτομαι english, εφάπτομαι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εφάπτομαι στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- εφάμιλλος στα πορτογαλικά - igual, igual a, igual ao, igual à, iguais a
- εφάπαξ στα πορτογαλικά - precedente, acima, passado, antecedente, anterior, montante fixo, quantia fixa, ...
- εφαρμογή στα πορτογαλικά - aplicarão, aplicação, cumprimento, pedido, aplicativo, de aplicação, a aplicação
- εφαρμοστός στα πορτογαλικά - colante, pegado a pele, que se cola à pele
Τυχαίες λέξεις
Εφάπτομαι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: oscular, beijar, osculate, ter caracteres comuns
Μεταφράσεις: oscular, beijar, osculate, ter caracteres comuns