Εφάπτομαι στα εσθονικά

Μετάφραση: εφάπτομαι, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
piirnema, külgnema, osculate
Εφάπτομαι στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εφάπτομαι

άπτομαι αγγλικα, εφάπτομαι english, εφάπτομαι λεξικό γλώσσας εσθονικά, εφάπτομαι στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • εφάμιλλος στα εσθονικά - sarnane, võrreldav, võrdne, võrdub, on võrdne, mis võrdub, võrdsed
  • εφάπαξ στα εσθονικά - kord, põhisumma, ühekordsete, ühekordse, ühekordse maksena, ühekordse summa
  • εφαρμογή στα εσθονικά - rakendus, rakendamine, teostamine, jõustamine, maksmapanek, teostus, taotlus, ...
  • εφαρμοστός στα εσθονικά - kohaldatud, sobitatud, liibuv, Piukka
Τυχαίες λέξεις
Εφάπτομαι στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: piirnema, külgnema, osculate