Εφάπτομαι στα λευκορωσικά

Μετάφραση: εφάπτομαι, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
цалавацца
Εφάπτομαι στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εφάπτομαι

άπτομαι αγγλικα, εφάπτομαι english, εφάπτομαι λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, εφάπτομαι στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • εφάμιλλος στα λευκορωσικά - роўна, адно, равно
  • εφάπαξ στα λευκορωσικά - калi, агульная, агульны
  • εφαρμογή στα λευκορωσικά - прымяненне, ўжыванне, ужыванне, выкарыстанне
  • εφαρμοστός στα λευκορωσικά - ў абцяжку
Τυχαίες λέξεις
Εφάπτομαι στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: цалавацца