Εφάπτομαι στα λιθουανικά
Μετάφραση: εφάπτομαι, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Susidurti, Turėti bendrų bruožų, bendrų bruožų
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εφάπτομαι
άπτομαι αγγλικα, εφάπτομαι english, εφάπτομαι λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εφάπτομαι στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- εφάμιλλος στα λιθουανικά - lygus, lygi, lygūs, lygios, lygų
- εφάπαξ στα λιθουανικά - vienkartinė, vienkartinę sumą, vienkartinė išmoka, vienkartinė suma, vienkartinę išmoką
- εφαρμογή στα λιθουανικά - taikymas, paraiška, prašymas, taikymo, paraiškos
- εφαρμοστός στα λιθουανικά - Obcisły
Τυχαίες λέξεις
Εφάπτομαι στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: Susidurti, Turėti bendrų bruožų, bendrų bruožų
Μεταφράσεις: Susidurti, Turėti bendrų bruožų, bendrų bruožų