Θυγατρική στα βουλγαρικά
Μετάφραση: θυγατρική, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
филиал, дъщерно дружество, дъщерно, дъщерно предприятие, субсидиарна
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θυγατρική
θυγατρική εταιρεία στα αγγλικά, θυγατρική οτε, θυγατρική στα αγγλικά, θυγατρική michelin, θυγατρική ορισμός, θυγατρική λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, θυγατρική στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- θρόνος στα βουλγαρικά - трон, престола, престол, трона, тронната
- θρύλος στα βουλγαρικά - легенда, легендата, Legend, предание
- θυελλώδης στα βουλγαρικά - ревящ
- θυμάμαι στα βουλγαρικά - помня, не забравяйте, спомням, си спомня
Τυχαίες λέξεις
Θυγατρική στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: филиал, дъщерно дружество, дъщерно, дъщерно предприятие, субсидиарна
Μεταφράσεις: филиал, дъщерно дружество, дъщерно, дъщерно предприятие, субсидиарна