Θυγατρική στα τούρκικα
Μετάφραση: θυγατρική, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şube, bağlı, iştiraki, bağlı ortaklığı, yan kuruluşu, bağlı kuruluşu
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θυγατρική
θυγατρική εταιρεία στα αγγλικά, θυγατρική οτε, θυγατρική στα αγγλικά, θυγατρική michelin, θυγατρική ορισμός, θυγατρική λεξικό γλώσσας τούρκικα, θυγατρική στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- θρόνος στα τούρκικα - taht, tahtı, throne, tahtın, tahtını
- θρύλος στα τούρκικα - efsane, Legend, efsanesi, efsaneye, bir efsane
- θυελλώδης στα τούρκικα - fırtınalı, squally, boralı
- θυμάμαι στα τούρκικα - hatırlamak, hatırlıyorum, unutmayın, hatırlıyor, hatırlamıyorum
Τυχαίες λέξεις
Θυγατρική στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: şube, bağlı, iştiraki, bağlı ortaklığı, yan kuruluşu, bağlı kuruluşu
Μεταφράσεις: şube, bağlı, iştiraki, bağlı ortaklığı, yan kuruluşu, bağlı kuruluşu