Θυγατρική στα ουκρανικά
Μετάφραση: θυγατρική, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підсобний, допоміжний, додатковий, помічник, філія, філіал, філію, филиал, філії
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θυγατρική
θυγατρική εταιρεία στα αγγλικά, θυγατρική οτε, θυγατρική στα αγγλικά, θυγατρική michelin, θυγατρική ορισμός, θυγατρική λεξικό γλώσσας ουκρανικά, θυγατρική στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- θρόνος στα ουκρανικά - трон, престол, престіл
- θρύλος στα ουκρανικά - легато, легенда
- θυελλώδης στα ουκρανικά - буйний, непокірний, неспокійний, уїдливий, бурхливий, шквалистий, шквальний
- θυμάμαι στα ουκρανικά - відскоки, непокірний, ліки, виправити, виправляти, засіб, запам'ятати, ...
Τυχαίες λέξεις
Θυγατρική στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: підсобний, допоміжний, додатковий, помічник, філія, філіал, філію, филиал, філії
Μεταφράσεις: підсобний, допоміжний, додатковий, помічник, філія, філіал, філію, филиал, філії