Θυγατρική στα λιθουανικά
Μετάφραση: θυγατρική, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
filialas, dukterinė bendrovė, papildomas, dukterinė, dukterinė įmonė
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θυγατρική
θυγατρική εταιρεία στα αγγλικά, θυγατρική οτε, θυγατρική στα αγγλικά, θυγατρική michelin, θυγατρική ορισμός, θυγατρική λεξικό γλώσσας λιθουανικά, θυγατρική στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- θρόνος στα λιθουανικά - sostas, sostą, sosto, sostas stovės
- θρύλος στα λιθουανικά - pasakėčia, legenda, Legend, legendos, legendą
- θυελλώδης στα λιθουανικά - audrotas, viesuliškas, audringas, Sztormowy, Szkwalisty
- θυμάμαι στα λιθουανικά - prisiminti, atminkite, atsiminti
Τυχαίες λέξεις
Θυγατρική στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: filialas, dukterinė bendrovė, papildomas, dukterinė, dukterinė įmonė
Μεταφράσεις: filialas, dukterinė bendrovė, papildomas, dukterinė, dukterinė įmonė