Θυγατρική στα ιταλικά
Μετάφραση: θυγατρική, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
accessorio, filiale, sussidiario, controllata, sussidiaria, società controllata
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θυγατρική
θυγατρική εταιρεία στα αγγλικά, θυγατρική οτε, θυγατρική στα αγγλικά, θυγατρική michelin, θυγατρική ορισμός, θυγατρική λεξικό γλώσσας ιταλικά, θυγατρική στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- θρόνος στα ιταλικά - trono, del trono, trono di, il trono
- θρύλος στα ιταλικά - didascalia, leggenda, favola, legenda, legenda ricerca
- θυελλώδης στα ιταλικά - turbolento, accanito, squally, burrascoso, raffiche, tempo burrascoso, a raffiche
- θυμάμαι στα ιταλικά - ricordare, richiamo, richiamare, revoca, ricordarsi, ricordo, ricorda, ...
Τυχαίες λέξεις
Θυγατρική στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: accessorio, filiale, sussidiario, controllata, sussidiaria, società controllata
Μεταφράσεις: accessorio, filiale, sussidiario, controllata, sussidiaria, società controllata