Θυγατρική στα ισλανδικά

Μετάφραση: θυγατρική, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dótturfélag, dótturfyrirtæki, dótturfélags, dótturfélagi, dótturfÃ
Θυγατρική στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: θυγατρική

θυγατρική εταιρεία στα αγγλικά, θυγατρική οτε, θυγατρική στα αγγλικά, θυγατρική michelin, θυγατρική ορισμός, θυγατρική λεξικό γλώσσας ισλανδικά, θυγατρική στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • θρόνος στα ισλανδικά - hásæti, hásætinu, hásætið, mun hásæti
  • θρύλος στα ισλανδικά - þjóðsaga, goðsögn, Legend, Sagan, goðsögnin
  • θυελλώδης στα ισλανδικά - squally
  • θυμάμαι στα ισλανδικά - muna, minnast, man, að muna, manst, mundu
Τυχαίες λέξεις
Θυγατρική στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: dótturfélag, dótturfyrirtæki, dótturfélags, dótturfélagi, dótturfÃ