Ιδρύω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ιδρύω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изправен, настръхнал, изправени, издигне, изправено
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ιδρύω
ιδρύω αρχαια κλιση, ιδρύω αρχαια παρακειμενος, ιδρύω συνωνυμα, ιδρύω αρχαια, ιδρύω παρακείμενος, ιδρύω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ιδρύω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ιδού στα βουλγαρικά - ето, Lo, Ло
- ιδρυτής στα βουλγαρικά - основателя, основател, учредител, основателят, създател
- ιερέας στα βουλγαρικά - пастор, капелан, свещеник, капеланът, капелана, военен свещеник
- ιεραπόστολος στα βουλγαρικά - мисионер, мисионерска, мисионерската, мисионерско, мисионери
Τυχαίες λέξεις
Ιδρύω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: изправен, настръхнал, изправени, издигне, изправено
Μεταφράσεις: изправен, настръхнал, изправени, издигне, изправено