Ιδρύω στα ουγγρικά
Μετάφραση: ιδρύω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
egyenesen, felálló, egyenes, merev, felállítani
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ιδρύω
ιδρύω αρχαια κλιση, ιδρύω αρχαια παρακειμενος, ιδρύω συνωνυμα, ιδρύω αρχαια, ιδρύω παρακείμενος, ιδρύω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ιδρύω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- ιδού στα ουγγρικά - íme, Lo, ímé, Min, agh
- ιδρυτής στα ουγγρικά - olvasztár, patagyulladás, adományozó, alapító, alapítója, megalapítója, alapítójának
- ιερέας στα ουγγρικά - lelkipásztor, miniszter, káplán, lelkész, lelkészt, káplánja, lelkészi
- ιεραπόστολος στα ουγγρικά - misszionárius, missziós, misszionáriusi, a misszionáriusi, misszionáriusnak
Τυχαίες λέξεις
Ιδρύω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: egyenesen, felálló, egyenes, merev, felállítani
Μεταφράσεις: egyenesen, felálló, egyenes, merev, felállítani