Ιδρύω στα τούρκικα

Μετάφραση: ιδρύω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kurmak, dik, dikmek, dimdik, erect
Ιδρύω στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ιδρύω

ιδρύω αρχαια κλιση, ιδρύω αρχαια παρακειμενος, ιδρύω συνωνυμα, ιδρύω αρχαια, ιδρύω παρακείμενος, ιδρύω λεξικό γλώσσας τούρκικα, ιδρύω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • ιδού στα τούρκικα - bak, lo, DÖÇ, ÖÇ, Ç
  • ιδρυτής στα τούρκικα - kurucu, kurucusu, kurucusudur, kurucularından, kurucusu olan
  • ιερέας στα τούρκικα - bakan, papaz, papazı, chaplain, papazın, din görevlisi
  • ιεραπόστολος στα τούρκικα - misyoner, misyonerlik, misyonerlerin, misyon, bir misyoner
Τυχαίες λέξεις
Ιδρύω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kurmak, dik, dikmek, dimdik, erect