Κάκωση στα βουλγαρικά
Μετάφραση: κάκωση, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
нараняване, вреда, травма, травма на, контузия
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κάκωση
κάκωση σπονδυλικής στήλης, κάκωση έσω πλάγιου συνδέσμου, κάκωση ποδοκνημικής, κάκωση πλευρών, κάκωση έσω μηνίσκου, κάκωση λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κάκωση στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- κάθομαι στα βουλγαρικά - фидета, седя, седне, седнете, седят, седнат
- κάκτος στα βουλγαρικά - кактус, кактуси, кактусова, кактуса
- κάλπικος στα βουλγαρικά - псевдо, псевдобазилика, псевдослучайна, псевдоклас
- κάλτσα στα βουλγαρικά - чорап, чорапи, чорапи за, чорапа
Τυχαίες λέξεις
Κάκωση στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: нараняване, вреда, травма, травма на, контузия
Μεταφράσεις: нараняване, вреда, травма, травма на, контузия