Κάκωση στα ρωσικά

Μετάφραση: κάκωση, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
поражение, рана, ущерб, убыль, убыток, повреждение, травма, травмы, травм, вред
Κάκωση στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κάκωση

κάκωση σπονδυλικής στήλης, κάκωση έσω πλάγιου συνδέσμου, κάκωση ποδοκνημικής, κάκωση πλευρών, κάκωση έσω μηνίσκου, κάκωση λεξικό γλώσσας ρωσικά, κάκωση στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • κάθομαι στα ρωσικά - стоять, присутствовать, рассидеться, усаживать, рассиживаться, досиживать, выпрямиться, ...
  • κάκτος στα ρωσικά - кактус, Cactus, кактуса, кактусов, кактусы
  • κάλπικος στα ρωσικά - обжуливать, подделанный, обманывать, притворяться, бутафор, наследовать, подделывать, ...
  • κάλτσα στα ρωσικά - побить, сошник, стелька, сандалия, носок, носка, фондовой, ...
Τυχαίες λέξεις
Κάκωση στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: поражение, рана, ущерб, убыль, убыток, повреждение, травма, травмы, травм, вред