Κάκωση στα λευκορωσικά

Μετάφραση: κάκωση, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
траўма, травма
Κάκωση στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κάκωση

κάκωση σπονδυλικής στήλης, κάκωση έσω πλάγιου συνδέσμου, κάκωση ποδοκνημικής, κάκωση πλευρών, κάκωση έσω μηνίσκου, κάκωση λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, κάκωση στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • κάθομαι στα λευκορωσικά - сядзець
  • κάκτος στα λευκορωσικά - кактус, кактусы
  • κάλπικος στα λευκορωσικά - псеўда, псэўда
  • κάλτσα στα λευκορωσικά - шкарпэтку, насок, шкарпэтка, носок
Τυχαίες λέξεις
Κάκωση στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: траўма, травма