Κάκωση στα ιταλικά
Μετάφραση: κάκωση, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
danno, lesione, ferita, lesioni, pregiudizio
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κάκωση
κάκωση σπονδυλικής στήλης, κάκωση έσω πλάγιου συνδέσμου, κάκωση ποδοκνημικής, κάκωση πλευρών, κάκωση έσω μηνίσκου, κάκωση λεξικό γλώσσας ιταλικά, κάκωση στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- κάθομαι στα ιταλικά - sedere, posare, sedersi, seduti, stare, seduto
- κάκτος στα ιταλικά - cactus, di cactus, del cactus, cactus di
- κάλπικος στα ιταλικά - falsare, falso, contraffazione, truccare, contraffare, falsificare, pseudo-, ...
- κάλτσα στα ιταλικά - calzetta, calzino, calza, sock, del calzino, il calzino
Τυχαίες λέξεις
Κάκωση στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: danno, lesione, ferita, lesioni, pregiudizio
Μεταφράσεις: danno, lesione, ferita, lesioni, pregiudizio